αἰτιασαμένων

αἰτιασαμένων
αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι
accuse
aor part mp fem gen pl (attic)
αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι
accuse
aor part mp masc/neut gen pl (attic)
αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι
accuse
aor part mp fem gen pl (doric aeolic)
αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι
accuse
aor part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”